ονυχοφόρος

ονυχοφόρος
-ο, θηλ. και -α (Α ὀνυχοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει, που έχει νύχια
νεοελλ.
1. ζωολ. (για θηλαστικά) αυτός που φέρει νύχια ή γαμψώνυχες, σε αντιδιαστολή προς τον οπληφόρο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ονυχοφόρα
ζωολ. ομοταξία ή φύλο προαρθροπόδων με 90 περίπου είδη τής τροπικής ζώνης, που από εξελικτική άποψη θεωρούνται ως ενδιάμεσα μεταξύ τών δακτυλιοσκωλήκων και τών αρθροπόδων
3. φρ. «ονυχοφόρος φάλαγγα»
ανατ. η περιφερειακή ή τελική φάλαγγα τών δακτύλων που φέρει το νύχι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, -υχος + -φόρος*. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. onychophora].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”